Sunday, October 14, 2007

Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους.

Τα παιδιά με το αστέρι της υπόσχεσης στο μέρος της καρδιάς τους


Μια φορά κι έναν καιρό,τότε που ο κόσμος ήταν ακόμη αδιαμόρφωτος,ο Θεός αποφάσισε να φτιάξει με σοφία τον Ουρανό και τη Γη και να διαλέξει έπειτα έναν τόπο για να κατοικήσει και ν’ ακούει έτσι καλύτερα τους ψιθύρους της ψυχής των πλασμάτων Του.
Είπε λοιπόν να φωτιστεί ο ουρανός,να γεμίσει με γαλαξίες,αστέρια και πλανήτες κι όταν όλα έγιναν κατά το θέλημά Του,διάλεξε ένα μικρό πλανήτη,που τον ονόμασε Γη,και πρόσταξε να γεννηθεί εκεί η ζωή.
Κι όπως οι αιώνες στα μάτια Του ήταν μονάχα μια στιγμή και χάθηκε στο σύμπαν η πυρωμένη ανάσα της δημιουργίας,η Γη άρχισε σιγά-σιγά να εκπληρώνει την επιθυμία του να γεννήσει τη ζωή.
Και η ζωή γεννήθηκε στα υγρά της σπλάχνα,που γέμισαν μ’ αναρίθμητα πλάσματα,
μικρά και μεγάλα,φτιαγμένα όλα κατά το σχέδιο του Δημιουργού τους.
Ήρθε λοιπόν ο Θεός στη Γη για να διαλέξει τόπο να μείνει και να ευλογήσει τα έργα των χειρών Του.
Ωστόσο δε βιάστηκε ν’ αποφασίσει κι είπε πρώτα ν’ακούσει τους ψιθύρους της ψυχής των πλασμάτων Του,που ίσως και να του έλεγαν ποιος, κατά τη γνώμη τους, ήταν ο καλύτερος τόπος να κατοικήσει.
Κι όπως είναι αόρατος και πανταχού παρών ο Θεός και η Γη γυρίζει στην αέναη τροχιά της γύρω απ’τ’ αστέρι της,τον ΄Ηλιο,το βλέμμα Του στάθηκε πρώτα στα πανύψηλα βουνά,που τις κορφές τους τις στεφανώνει αιώνιο χιόνι.
Και είδε ο Θεός σε μια στιγμή μονάχα την ιστορία τους,από τότε δηλαδή που ξεπήδησαν από τα σπλάχνα της Γης κι ύστερα ύψωσαν το περήφανο ανάστημά τους,για να σταματούν την παγωμένη ανάσα του ανέμου και να βλασταίνει έτσι η ζωή στους προποδές τους.
Κι όταν βλάστησε η ζωή,ήρθαν οι άνθρωποι,έχτισαν σπίτια κι έστρεψαν τα μάτια τους στον ουρανό για να δοξάσουν το Δημιουργό τους.
Και είπε ο Θεός:Δε θα κατοικήσω στα βουνά,γιατί δε θ’ακούω καθαρά τους ψιθύρους της ψυχής των πλασμάτων μου.
΄Υστερα το βλέμμα του Θεού στάθηκε στις απέραντες εύφορες κοιλάδες της Γης που γεννούν στάρι και κριθάρι.Τα ζώα βόσκουν ελεύθερα και οι άνθρωποι ταξιδεύουν μέρες για να βρουν ένα λόφο και να στήσουν εκεί το βωμό της θυσίας στο Δημιουργό τους,για τα καλά που τους χάρισε.
Και είπε ο Θεός:Δε θα κατοικήσω στις κοιλάδες γιατί εκεί οι άνθρωποι μ’έχουν λιγότερο ανάγκη μ’αυτά τα καλά που τους χάρισα.
Φώτισε ο ΄Ηλιος ξανά και ξανά τη Δημιουργία,όταν το βλέμμα του Θεού στάθηκε στα πυκνά δάση,που δροσίζουν με την ανάσα τους και κρατούν στη ζωή όλα τα πλάσματα της Γης.
Κι είπε να μην κατοικήσει στη σκιά τους,γιατί ο ίδιος είναι η ζωή κι αυτήν θα’πρεπε ν’αναζητούν οι άνθρωποι,για να γαληνεύει η ψυχή τους.
΄Επειτα το βλέμμα Του πλανήθηκε στον Ωκεανό,που είχε την απεραντοσύνη Του,μα δεν ήτανε τόπος να κατοικήσει για ν’ ακούει τους ψιθύρους της ψυχής των πλασμάτων Του.
Κι όπως στεκόταν δίβουλος ν’ αποφασίσει ένιωσε την ανάσα της ψυχής ενός βοσκού που προσευχόταν κάτω από τ’ άστρα γονατισμένος σ’ έρημο τόπο,άνυδρο κι άδενδρο, που το φως απ’ το φεγγάρι δεν εύρισκε τίποτα να περιγράψει.
Κι ο ψίθυρος έγινε με μιας ωδή λατρευτική,λες από κύμβαλο βγαλμένη,κι η έρημος ο καθρέφτης της ψυχής του πλάσματος ,που δοξολογούσε το Δημιουργό του:
«Εσένα,Κύριε,αναζητώ,όταν αγγίζω ό,τι μου χάρισες!
Δώσ’ μου τη δύναμη ν’ ανακαλύψω το λόγο που μ’ ανάστησες».
Πλησίασε ο Θεός το βοσκό κι είδε τα μάτια του να λάμπουν σαν κάρβουνα αναμμένα στο σκοτάδι κι ήτανε σαν να ένιωσε την παρουσία Του,καθώς φτερούγισε η καρδιά του.
Η φωνή του Θεού,άνεμος της ερήμου,που έκανε το βοσκό να πέσει στα γόνατα:
«Θέλεις ,λες,ν’ ανακαλύψεις το λόγο που σ’ ανάστησα...
Ωραία λοιπόν…Είναι τ’ αστέρι της υπόσχεσης,που από τούτη τη στιγμή
το κλείνω στην καρδιά σου…»
΄Ενιωσε ένα σκίρτημα ο βοσκός κι ύστερα γαλήνη να τον κυριεύει,μα
δεν κατάλαβε για ποια υπόσχεση μιλούσε ο Θεός κι ήθελε να τον ξαναρωτήσει.
Και επειδή ο Κύριος είναι παντογνώστης,τού ψιθύρισε πως όσο τ’ αστέρι
έλαμπε στην καρδιά του,θα’τανε πλάι του για να τον προστατεύει κι αυτόν και τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του ως το τέλος του παρόντα και του μέλλοντα αιώνα.
Κι όταν γύρισε ο Θεός να φύγει,ο βοσκός τον ρώτησε σαστισμένος μ’ όσα του τύχανε εκείνη την ημέρα:
«Κι αν,Κύριε,σ’αναζητήσω πού θα σε βρω να κατοικείς,για να’ρθω να σε συναντήσω;»
Ο Θεός έμεινε για λίγο σκεπτικός κοιτώντας τα μάτια του βοσκού λες κι έβλεπε έτσι τα μελλούμενα.
΄Επειτα φως κι Αυτός,ενώ χανόταν στο φως του ήλιου που ανάτελε,του
φώναξε:
«΄Οσες φορές θα μ’ αναζητήσεις,στην έρημο θα με βρεις να σε περιμένω…Να το πεις και στα παιδιά σου…Και στα παιδιά των παιδιών σου…
Μοναχά να μην ξεχάσουν να φορούν στο μέρος της καρδιάς το αστέρι της υπόσχεσης…΄Ετσι να τους πεις…΄Ετσι θα τους αναγνωρίσω πως είναι τα παιδιά σου και τα παιδιά των παιδιών σου…»

***
Πέρασαν αιώνες από τη νύχτα εκείνη, που ο Θεός συνάντησε το βοσκό στην έρημο κι εκείνος,κατά το θέλημά Του,όσο ζούσε μιλούσε στα παιδιά του για τ’αστέρι που απώθεσε ο Θεός στο μέρος της καρδιάς του για να τον αναγνωρίσει σαν ερχόταν η ώρα να τον αναζητήσει στην έρημο.Μα κι όταν πέθανε και τα παιδιά του δοκιμάζονταν σκληρά στον αγώνα τους να κρατηθούν στη ζωή,τα βράδια ντυνόταν «όνειρο» και γύριζε στη Γη να τους θυμίζει να μην ξεχνάνε τ’ αστέρι να φορούν στο μέρος της καρδιάς τους,αν ήθελαν να μην τους ξεχάσει ο Θεός τους.
Κι ήρθαν δύσκολες μέρες για τα παιδιά του βοσκού και το χαμόγελο έσβησε στα χείλη των παιδιών τους.
Κι είδε ο βοσκός από ψηλά να ξεριζώνουν το λαό του απ’ την έρημο,να σκορπούν τα βλαστάρια του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι ύστερα να σκορπούν τη στάχτη των παιδιών των παιδιών του στον άνεμο για να πάψουν να φορούν στο μέρος της καρδιάς τους τ’αστέρι της υπόσχεσης.
Όμως ο βοσκός είχε πίστη στο Θεό Του πως δεν τον ξέχασε και πως κάποτε θα ευλογούσε επιτέλους τα παιδιά του.
΄Ετσι σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου,τα παιδιά του βοσκού,με το αστέρι της υπόσχεσης στο μέρος της καρδιάς τους, γύρισαν και ρίζωσαν πάλι μια ανάσα απ’ την έρημο που κατοικούσε ο Θεός τους.
Μα δεν τέλειωσαν τα βάσανά τους!
Κι ήταν ανείπωτα σκληρό γονείς να θάβουνε τα σπλάχνα τους σε λίγα μέτρα γης,που αγωνίζονταν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν.
Κι όπως το αίμα φέρνει αίμα,η χαρά του γυρισμού έγινε θρήνος που έφτασε ως τον ουρανό κι έκανε το γέροντα βοσκό να σηκώσει στους ώμους του τους αιώνες του λαού του και να γυρίσει στην έρημο,το Θεό να συναντήσει.
Μοναχά πια που ήταν πνεύμα,σαν τον άνεμο που φυσάει το πρωινό στην έρημο,κι αναρωτιόταν πώς ο Θεός του θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει.
Και τότε ακούστηκε η φωνή Του,που έκανε την αέρινη ψυχή του να σκιρτήσει:
«Εσύ είσαι βοσκέ,που κάποτε τα μάτια σου λάμπανε σαν αναμμένο κάρβουνο τη νύχτα;»
«Εγώ είμαι ,Κύριε, κι ήρθα να σου πω πως τα παιδιά μου,αιώνες τώρα φορούν στο μέρος της καρδιάς τους το αστέρι της υπόσχεσής Σου.»
«Ευλογημένα να’ναι τα παιδιά μου,που κράτησαν τα λόγιαμου..."
«Ωστόσο,Κύριε του Ουρανού και της Γης,λυπήσου τα.Είναι ανείπωτα
σκληρό να θάβουν τα παιδιά τους για λίγα μέτρα πετρωμένης γης,που τους έδωσες να κατοικήσουν.
Τον άκουγε το βοσκό ο Θεός κι αληθινά τον ευσπλαχνίστηκε κι αυτόν και τα παιδιά του.
Πρόσταξε λοιπόν τον άγγελο που Του παράστεκε να τον σηκώσει στα φτερά του τη Γη από ψηλά ν’ αγκαλιάσει με το βλέμμα της ψυχής του.
Κι είδε ο γέροντας βοσκός τα σπλάχνα της Γης να γεννούν ένα ψηλό βουνό στη μέση του Ωκεανού.
Κι όπως ο γέροντας ήταν απελευθερωμένος από το χρόνο ,που είναι ανθρώπινος, είδε μπροστά στα μάτια του να βλασταίνει το βουνό,να’ρχονται πουλιά να κατοικήσουν κι ύστερα άνθρωποι,πολλοί άνθρωποι, τη γη του να μοιράζονται,σαν να’ταν μια γωνιά του Παραδείσου.
Και τότε ακούστηκε κάτι σαν λυγμός,που βγήκε απ’ τα σπλάχνα του βοσκού:
«Κι εμείς,Κύριε,πότε πια θα βρούμε μια γωνιά του Παραδείσου; Κουράστηκαν τα σπλάχνα μου να θάβουν τα παιδιά τους…»
Απώθεσε ξανά στη Γη ο άγγελος το βοσκό κι εκείνος ο δύστυχος κρατούσε ακόμη τα μάτια σφαλιστά ,γιατί δεν ήθελε να ξαναδεί το
αίμα των παιδιών του.Μα ,όπως ήταν πεσμένος στα γόνατα, ένιωσε την παρουσία του Θεού να τον κυριεύει.
΄Επειτα ακούστηκε βοή τρομακτική κι απ’ τα όρη του Καρμήλου ξεκόλλησε βράχος,που δεν μπορούσε να τον μετρήσει ανθρώπου μάτι.Κι ύστερα ο βράχος κύλησε ως τη θάλασσα,πήγε βαθιά στα σπλάχνα της κι έγινε στεριά με την έρημο να συνορεύει.Κι άπλωσε η πετρωμένη γη του Ισραήλ και χώρεσε τα παιδιά του βοσκού,που είχαν τ’ αστέρι της υπόσχεσης στο μέρος της καρδιάς τους.
Κι έμεινε ο Θεός για πάντα στην έρημο για ν’ ακούει τους ψιθύρους της ψυχής των πλασμάτων Του κι έζησαν τα παιδιά του βοσκού καλά στη γη
που τους χάρισε ο Κύριος κι εμείς θα ζούμε πια καλύτερα απαλλαγμένοι απ’τη θλίψη που μάραινε την ψυχή μας κάθε φορά που ένα πλάσμα του Θεού σκοτωνόταν αναίτια για λίγο πετρωμένο χώμα στη γη της Παλαιστίνης.

Μιχαήλ Κοκκινάρης

No comments: