Friday, December 14, 2012

Λευκοθέας μνήμη:Όλα εντός μου!

Λευκοθέας μνήμη, όλα εντός μου…»
Αναρωτιέμαι αν έχει νόημα η εμμονή ν’αποτυπώσω στο ύφασμα που θα τυλίξουν το σώμα μου αυτά που κρατούσα σφραγισμένα στα μύχια της ψυχής μου,όταν ζούσα ανάμεσα σ’όσους σίγουρα θα λαχταρούσαν να γνωρίζουν όσα έκρυβα εντός μου. Κι αυτό γιατί δεν είμαι σίγουρη πως είναι δυνατό τελικά ν’αποκαλύψεις έναν κόσμο επίζηλα κρυμμένο στις ίδιες τις ισορροπίες που επινόησες για να επιτύχεις κάτι τέτοιο! Κι αν κάποτε κάποιος ισχυριστεί πως έχει τη δύναμη να σε βοηθήσει να μπεις στους λαβυρίνθους της ψυχής σου,χωρίς να χαθείς,τότε θα μοιάζει με τους μάντεις και τη βεβαιότητά τους πως μπορούν να «διαβάζουν» στα σπλάχνα του ζώου το αβέβαιο μέλλον του ανθρώπου! Εγώ λοιπόν η Λευκοθέα,κόρη του Σέργιου και της Υπατίας,που έζησα στην Αλεξάνδρεια κι έμαθα γραφή στα χρόνια που ήταν Αύγουστος της Ρώμης ο Γαλλιηνός 1 ,να ξέρετε πως από μικρή δε φοβήθηκα το θάνατο και το κυριότερο ήμουνα βέβαιη πως ο ίδιος ο θάνατος δε με αφορούσε. Γι’αυτό και δεν πρόσφερα ποτέ θυσία στον ΄Ανουβη 2 κι ούτε μια φορά δεν πέρασε απ’το μυαλό μου να παραστώ σε νεκρική τελετή. Και τώρα που είμαι σχεδόν βέβαιη ότι η ψυχή θ’αποχωριστεί από το σώμα τίποτα δε θα μ’αναγκάσει ν’αλλάξω γνώμη και να πρετοιμαστώ για ένα ταξίδι,που δεν είναι βέβαιο πως έχει «κωπηλάτες».3 Κι αν αναρωτηθείτε σε τι επιτέλους πιστεύω για ν’αντιμετωπίσω το άγνωστο,θα σας απαντήσω ότι δε φοβάμαι να μην έχω βεβαιότητες για ό,τι είναι απόλυτα αβέβαιο. Υπερβολές; Το ομολογώ! Δεχθείτε λοιπόν πως πέρα από το απόλυτα αβέβαιο υπάρχει η βεβαιότητα του Νου και σ’αυτόν ελπίζω να επιστρέψει η ψυχή μου σύντομα. Έχω επομένως κι εγώ τι βεβαιότητές μου… Δεν παίζω με τις λέξεις,απλά από μικρή αναζητούσα το συμβολισμό τους και σ’αυτόν επέμενα, όταν σχημάτιζα άποψη για τη ζωή. Έτσι είχα την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμουνα πιο κοντά στην ουσία των πραγμάτων κι απέφευγα να αυτοπροσδιορίζομαι με τις βεβαιότητες που γεννά η πίστη,η όποια πίστη, σε ορατά και αόρατα. Κι όταν είχα επιτέλους πιστέψει ότι ήμουνα ελεύθερη απ’όλα όσα πίστευαν οι άλλοι, κατάλαβα πως εκτός από τους καταναγκασμούς του νου υπάρχουν και οι καταναγκασμοί της ψυχής,που αυτοί ωστόσο μοιάζουν ανυπέρβλητοι. 1.Γαλλιηνός,Πόπλιος-Λικίνιος-Εγνάτιος.Ρωμαίος αυτοκράτορας(253-268 μ.Χ.). 2.O κυνοκέφαλος θεός των αιγυπτίων,που είναι και ο πρώτος που ταρίχευσε τον πατέρα του,τον‘Οσιρι. 3.Ήταν προσφιλής η παράσταση του Άνουβη να μεταφέρει με μια βάρκα το ταριχευμένο σώμα του νεκρού.
Αν τώρα θέλετε να μιλήσουμε για τους καταναγκασμούς αυτούς,πρέπει να συμφωνήσουμε ότι δεν καθορίζονται από κανόνες,δεν υπακούουν σε λογικές και το κυριότερο,αν επιχειρήσεις να τους αγνοήσεις, το τίμημα είναι άμεσο και βαρύ. Πιστέψτε με,όταν ζούσα,ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η εκλογίκευση θα ήταν ανίσχυρη μπροστά στην επιθυμία μου να δω έστω από μακριά τη μορφή του Λάμαχου,ενός άνδρα μεγαλύτερου, συγγενή μου,αφού ήταν ο άνδρας της αδελφής της μητέρας μου,που όσες φορές με συναντούσε απέφευγε και να με κοιτάξει στα μάτια! Ο Λάμαχος λοιπόν! Γιατί ο Λάμαχος,θα με ρωτήσετε. Δεν ξέρω να σας απαντήσω! Δεν μπορώ να σας απαντήσω,γιατί τα κριτήρια ήταν «εντός μου»,αυτόνομα,αυθύπαρκατα,ριζωμένα σ’αυτόν τον κόσμο,που προσπάθησα να τον αποκαλύψω μ’αυτό που τώρα δα επιχειρώ να κάνω! Κι αν «καταθέσω»τη δική μου ερμηνεία για την έλξη που αισθάνθηκα, όταν τον είδα,θά’ναι απλώς ερμηνεία και όχι αυθεντική εξήγηση των λόγων αυτής της έλξης. ΄Ισως νά’ταν και η τέχνη του να παίρνει απ’τις εικόνες το άφθαρτο,που απομένει το ίδιο, ενώ ο χρόνος κυλάει ανεπίστρεπτα! ‘Ισως… ΄Ηξερα βέβαια για το Λάμαχο,το γιο του Ηρόστρατου από τις Συρρακούσες που ήρθε στην Αλεξάνδρεια να βρει την τύχη του και τη βρήκε στο πρόσωπο της χήρας του Αρίστιππου,της Δωροθέας. Ήξερα επίσης ότι ήταν ζωγράφος,απ’τους πιο γνωστούς στην Αλεξάνδρεια. Κι επειδή η Δωροθέα ήταν αδελφή της μητέρας μου,ο Λάμαχος ήρθε πρώτη φορά στο σπίτι μας για να ζωγραφίσει το πορτραίτο της αδελφής μου.
Για μέρες τον παρακολουθούσα χωρίς να με βλέπει. Ερχόταν πάντα πρωί,άπλωνε τα χρώματα και τους χρωστήρες κι αναζητούσε επίμονα το φως του ήλιου για να φωτίζει την εικόνα της Εριφύλλης που ήθελε να «βγάλει»στο λινό ύφασμα. Κι όπως «αφηνόταν» στην τέχνη του, στο πρόσωπό του μπορούσα να «διαβάσω»την επιθυμία να «δει»πέρα απ’το είδωλό του,να φτάσει στα μύχια της ψυχής του και ν’απελευθερώσει επιτέλους αυτό που κρυβόταν καλά είτε ήταν ο φόβος του θανάτου είτε η βαθιά επιθυμία υπέρβασης της φθοράς. Ωστόσο δεν είμαι βέβαιη ότι θα μπορούσε και να το επιτύχει τελικά. Κανένας,όσο μεγάλος τεχνίτης και νά’ναι,δεν μπορεί να διεισδύσει σ’αυτόν τον ερμητικά κλεισμένο κόσμο που υπάρχει «εντός» μας. Κι αν κάποιος ισχυριστεί πως μπορεί να το επιτύχει,πρέπει να γνωρίζει πως θα μείνει στην επιφάνεια αυτού του κόσμου κι όχι στο βάθος του,εκεί που κρύβονται τα άδηλα κριτήρια των προθέσεών μας. Στην περίπτωση τώρα της Υπατίας τα πράγματα ήταν μάλλον απλά. Η συγκαλυμμένη δήθεν επιθυμία να στολίσει το δωμάτιό της με την εικόνα της Εριφύλλης δεν έκρυβε παρά το φόβο πως η κόρη της «θά’φευγε»σύντομα από κοντά μας,έχοντας κιόλας τα πρώτα σημάδια αυτής της περίεργης αρρώστιας,που είχε πάρει και τ’αδέλφια της σε νεαρή ακόμη ηλικία. Κι όταν παντρεύτηκε, για μέρες προσευχόταν στον Σέραπη 1 να κόψει το νήμα αυτής της συγγενικής αρρώστιας που έτσι ανεξήγητα οδηγούσε στο θάνατο νεαρά βλαστάρια. Όταν λοιπόν η Εριφύλλη, χωρίς λόγο,γέμισε μελανά σημάδια,η μητέρα μου φώναξε το Λάμαχο κι ετοιμάστηκε για το μεγάλο ταξίδι της θυγατέρας της. Φυσικά τότε ακόμη εγώ δεν ήξερα γι’αυτή την αρρώστια κι ίσως να μη μάθαινα ποτέ,ωστόσο «γνώρισα»το Λάμαχο και συνειδητοποίησα πως όσο κι αν θες,η βούλησή σου είναι ανίσχυρη,σ’αυτά που είναι μπροστά σου… Μπροστά στα άδηλα κριτήρια των προθέσεων σου! Ο Λάμαχος λοιπόν και η ανεξήγητη επιθυμία μου να ψάχνω σ’αυτόν όσα νόμιζα πως αναζητούσα σ’έναν άνδρα. Όταν τέλειωσε το περίγραμμα της εικόνας της Εριφύλλης,θυμάμαι πως τον πλησίασα και τον ρώτησα τι νόημα είχε για τον ίδιο η τέχνη του. Ξαφνιάστηκε. Άφησε το χρωστήρα που κρατούσε και σήκωσε τα μάτια του να με κοιτάξει. Δεν τα κατάφερε όμως κι έτσι ένιωσα για πρώτη φορά την ταραχή ενός άντρα,που έδειχνε αμήχανος στη θέα μιας γυναίκας. Στράφηκε λοιπόν στην« εικόνα» του κι άρχισε να μου μιλάει με την πλάτη γυρισμένη: -Είσαι η Λευκοθέα,έτσι δεν είναι; -Κι εσύ ο Λάμαχος,ο άντρας της Δωροθέας... Η Εριφύλλη μού’γνεψε να συνεχίσω την κουβέντα,έτσι από περιέργεια,αλλά και για ν’ακούσει επιτέλους το Λάμαχιο να μιλάει. Τόσες μέρες τα μόνα λόγια που ξεστόμισε ήταν για το φως,τη σκιά και τα χρώματα. Ωστόσο δε βιάστηκε ν’απαντήσει κι εκεί που άρχισα να χάνω την υπομονή μου,γύρισε απότομα αποφασισμένος αυτή τη φορά να με κοιτάξει κατάματα. Και το κατάφερε! ΄Υστερα μου είπε: -Ορισμένους ανθρώπους τους στέλνουν οι θεοί στη γη για να τη στολίσουν με το κάλλος τους…κι αυτό είναι που αναζητώ με την τέχνη μου…Το κάλλος. 1.Σέραπις.Ελληνιστική θεότητα που ενσωματώθηκε στο αιγυπτιακό πάνθεο.
-Οι θεοί λοιπόν επιλέγουν…κι εσύ αντιγράφεις! -Κάποια πράγματα όμως είναι μοναδικά κι αυτά δεν αντιγράφονται! -Όπως; -Τα μάτια σου! Η Εριφύλλη ξερόβηξε πειραχτικά κι ο Λάμαχος δικαιολογήθηκε: -Δεν εννοούσα τίποτα περισσότερο… Τα μάτια της Λευκοθέας έχουν το χρώμα του αχάτη,όταν τον φωτίζει το φως,που μόνο στο Καρνάκ έχει τέτοια λάμψη! Κι αν έψαχνα να βρω τα χρώματα που ταιριάζουν ίσως και να μην το κατάφερνα ποτέ! Ο Λάμαχος λοιπόν αναζητούσε το απόλυτο κάλλος για να το περιγράψει με την τέχνη του κι εγώ αναζητούσα την εξήγηση αυτής της ακατανίκητης έλξης να τον κοιτάζω και να ψάχνω απεγνωσμένα δικαιολογίες για να βρεθώ κοντά του,να τον δω να δουλεύει και ν’ακούω τη φωνή του! Τις επόμενες μέρες η εικόνα της Εριφύλλης πέρασε ολοζώντανη στο λινό ύφασμα του καμβά και η μελαγχολία του επερχόμενου τέλους της αποτυπώθηκε στο χαμόγελό της που έσβησε ήσυχα,όπως ήσυχα είχε γεννηθεί,όταν μ’άφησαν να τη δω τη μέρα που ήρθε στη ζωή. «΄Εφυγε» η Εριφύλλη για κάποιον άλλο κόσμο και πήρε μαζί της την εικόνα της,αυτήν που θ’ αναγνώριζε η ψυχή για να κατοικήσει στο ταριχευμένο σώμα της! Εγώ πάντως ποτέ δεν πήγα στη «νεκρόπολη» για να «μιλήσω»στην Εριφύλλη. Όταν ζούσε ,είχε νόημα! Τώρα που πέθανε,απλώς θα ξεγελούσα τον εαυτό μου,έχοντας απέναντί μου ένα αποξηραμένο πτώμα!»
Μετά την ταφή της Εριφύλλης,η μητέρα μου ένιωσε πως δεν μπορούσε να ζει άλλο. Πρέπει να ήταν αβάσταχτη γι’αυτήν η «απουσία»της αδελφής μου. Ζούμε στον κόσμο που ορίζει ο θεός Ώρος 1 μια φορά κι αλοίμονο αν αυτή η μόνη και μοναδική φορά είναι βυθισμένη στη δυστυχία! Η Υπατία λοιπόν αποφάσισε να πεθάνει. Κι αυτός που θά’πρεπε ν’αποτυπώσει τη μορφή στο σάβανο που θα τύλιγαν το σώμα της ήταν και πάλι ο Λάμαχος. Κανονικά θά’πρεπε να τον μισώ αυτόν τον άνθρωπο! ΄Ηταν προάγγελος της απώλειας αγαπημένων προσώπων! Τι ανόητη που είμαι! «Προάγγελος της απώλειας…» Πόσο ανασφαλείς είμαστε οι άνθρωποι! Ενώ ξέρουμε πως αργά ή γρήγορα θα μας υποδεχθεί ο ΄Οσιρις2 εμείς επιμένουμε να τον «ξορκίζουμε»,λες και θα πάψει να υπάρχει. Ο Λάμαχος λοιπόν,ο άνθρωπος που τράβηξε την προσοχή μου από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Αυτή τη φορά όμως είμαι αποφασισμένη να γίνω ένα κομμάτι της ζωής του,της μνήμης του κι ας προσποιείται τον αδιάφορο! Η μελαγχολία της Υπατίας δε θα μ’εμποδίσει να τον κάνω να με προσέξει ή για νά’μαι πιο ακριβής να εκδηλώσει κι αυτός το ενδιαφέρον του για μένα. Όταν επιτέλους η μητέρα μου ξεχώρισε τα κοσμήματα που θα «φορούσε»στην εικόνα της,ο Λάμαχος διάλεξε και πάλι την πιο φωτεινή ώρα της ημέρας για να φτιάξει το περίγραμμά της. Εγώ έμεινα στη σκιά να παρακολουθώ,αυτό που δε θα επέτρεπα ποτέ να γίνει σ’εμένα! Δεν ήθελα ποτέ να ξανακούσω τη φράση του Λάμαχου,που τη δεύτερη φορά έμοιαζε με γροθιά στο στομάχι. «Να με κοιτάζεις,Υπατία,αλλά να μη με βλέπεις… Θέλω να βλέπεις τις εικόνες του μυαλού σου,τον κόσμο που θα πας να ζήσεις…»3 Πλησίασα αθόρυβα στη θέση που στεκόταν εκείνος κι έφερα τα χείλη τόσα κοντά στο λαιμό του που πρέπει να μετρούσε τις ανάσες μου. ΄Ηταν απίστευτα ελκυστικός από τόσο κοντά κι αυτό που έκανα ήταν απίστευτα προκλητικό και για το χαρακτήρα μου αλλά και για την Υπατία,που ωστόσο είχε βυθιστεί στον κόσμο που προσδοκούσε να συναντήσει την Εριφύλλη. 1.Ώρος.Ο θεός-ήλιος. 2.Όσιρις.Είιναι ο κατεξοχήν νεκρικός θεός,αλλά και ο θεός της μεταθανάτιας αθανασίας. 3.«Τα πορτραίτα του Φαγιούμ είναι έργα που μιμούνται κάποιες μορφές,επιδιώκοντας την καταγραφή της ομοιότητας κατ’αρχάς και την υποδήλωση του ψυχικού κόσμου των εικονιζόμενων.Γ.Κόρδη,Οι προσωπογραφίες του Φαγιούμ και η Βυζαντινή Εικόνα,Αρμός,Αθήνα 2001,σελ.23 εξής»
΄Επειτα του ψιθύρισα: «Θέλεις να με κάνεις να πιστέψω πως θα «ζωγραφίσεις» την ψυχή της Υπατίας:» «Η ψυχή της είναι στα μάτια της…μ’αυτά θα την αποδώσω…αρκεί να’ ναι έτοιμη…» Έκανα να φύγω αλλά το μετάνιωσα. Η ευκαιρία ήταν μοναδική για να βεβαιωθώ επιτέλους ότι «μετρούσα» στη ζωή του Λάμαχου. ΄Εσκυψα πάλι και του ψιθύρισα: «Δηλαδή αν σ’αφήσω να ζωγραφίσεις τα μάτια μου,θα «διαβάσεις» την ψυχή μου;» Η Υπατία δείχνει κουρασμένη και θέλει να σταματήσουν για σήμερα. Κι εκείνος ατάραχος γυρίζει προς το μέρος μου,με κοιτάζει στα μάτια και μου λέει: «Στό’πα και την άλλη φορά:Τα δικά σου μάτια να τα «διαβάσω» μπορώ,να τ’αποδώσω δυσκολεύομαι,γιατί φοβάμαι πως θα τ’αδικήσω και μαζί μ’αυτά και την ψυχή σου,που μάλλον δεν έχει σκοπό να φυλακιστεί σ’ένα εφήμερο σώμα…» Το σώμα λοιπόν είναι εφήμερο και η ψυχή αιώνια! Τα ίδια λόγια που κάποτε άκουσα απ’το στόμα του Σέργιου,του πατέρα μου,που δεν έπαυε να επαναλαμβάνει το θαυμασμό του για τον Πλωτίνο 1. Εγώ πάντως τον Πλωτίνο τον ευγνωμονώ. Αν δεν ήταν αυτός και η βεβαιότητα του Σέργιου πως ήταν γνήσιος μαθητής του,εγώ δε θα μάθαινα ποτέ να γράφω και να διαβάζω! ΄Ετσι μ’έμαθε να γράφω για ν’αντιγράψω τα συγγράμματά του. Έξι εννιάδες,έξι χρόνια συζητήσεων για θέματα που σίγουρα ο πατέρας μου δεν καταλάβαινε,αλλά είχε τη βεβαιότητα πως τα γνώριζε έτσι ακριβώς,όπως τα διατύπωνε ο Πλωτίνος! Ώσπου πέθανε ξαφνικά ο καημένος,πριν προλάβει να μου πει την επιθυμία του,για την τύχη όλων αυτών των παπύρων,που για κακή τους τύχη η Υπατία,τους έδωσε στους ταριχευτές για να γεμίσουν μ’αυτούς το σώμα του άντρα της. Φυσικά ούτε που θα τολμούσα να φέρω αντίρρηση,αφού ποτέ της δεν έμαθε πως ήξερα να γράφω και να διαβάζω! Και λίγο πριν φύγει ο Λάμαχος εκείνη την ημέρα,έκανα το πρώτο βήμα για να τον αναγκάσω να εκδηλωθεί. Πρόθυμη δήθεν να τον βοηθήσω με τα καβαλέτα και τους χρωστήρες του, έκανα πως μαζεύω, όταν του ψιθύρισα σχεδόν ειρωνικά,αναζητώντας τα μάτια του: «Θέλεις την αλήθεια…θείε Λάμαχε;Δε νομίζω πως μπορείς να διαβάσεις την ψυχή μου,γι’αυτό δυσκολεύεσαι να ζωγραφήσεις τα μάτια μου!» Η απάντησή του ήταν η επιβεβαίωση της θεωρίας μου πως οι καταναγκασμοί της ψυχής είναι ανυπέρβλητοι: «Να χαρείς, Λευκοθέα,δε σου αρκεί,που με δοκιμάζεις,από τη στιγμή που σε γνώρισα;» ----------------- 1.Πλωτίνος.Εισηγητής του Νεοπλατωνισμού,του σημαντικότερου φιλοσοφικού ρεύματος των Ύστερων Ρωμαϊκών Χρόνων,γεννημένος τον 3ο μ.Χ. αιώνα στην Αίγυπτο. «Δε μου αρκεί, Λάμαχε,κι αυτό είναι το δυσκολότερο απ’όλα…» «Όσο για την ψυχή σου…θα τη διαβάσω κάποτε στα μάτια σου…» Εκείνη τη στιγμή ήθελα να τον αγκαλιάσω,να γίνω ένα μαζί του κι ευτυχώς που δεν τό’κανα,γιατί όλα πια θα’ταν δυσκολότερα και για μένα και για τον ίδιο…» Με το Λάμαχο ωστόσο δε με κυρίευε η ιδέα της σαρκικής ένωσης μαζί του. Δεν ήταν τέλος πάντων η κύρια αιτία της ταραχής μου,όταν τον έβλεπα. Κι όταν έμαθα πως η Αρσινόη,η εταίρα,του ζήτησε να τη ζωγραφίσει ολόγυμνη,γιατί έτσι ήθελε να τη βλέπει ο Όσιρις στο μακρύ ταξίδι της φυγής απ’τον κόσμο των ζωντανών,δε ζήλεψα ούτε μια στιγμή. Η ηδονή είναι οδύνη. Οδύνη για την ανεκπλήρωτη επιθυμία να «συν-ουσιαστείς» με τον άλλο για να ξεπεράσεις αυτό που υποψιάζεσαι αλλά δεν θέλεις να παραδεχτείς: Πως είσαι και παραμένεις μόνος,όσες φορές κι αν ενωθείς πρόσκαιρα με το σώμα του άλλου! Η στιγμή του αποχωρισμού είναι η επιβεβαίωση της απόλυτης ετερότητάς σου. Γι’αυτό και δεν ήταν αυτό που ήθελα απ’το Λάμαχο. Μη φανταστείτε φυσικά πως ο έρωτας με άφηνε αδιάφορη,όταν ζούσα. Αντίθετα μάλιστα κι εγώ και η Εριφύλλη είχαμε μάθει τα μυστικά του από δυο νεαρές δούλες,που είχε αγοράσει ο πατέρας μου,για να μας βοηθούν στο σπίτι… Προφάσεις… Ο Σέργιος είχε μάθει στις ηδονές των λιμανιών και του κακοφαινόταν να αρκείται στην Υπατία,που τον τελευταίο καιρό άρχισε να σκέπτεται κυρίως τη ζωή μετά το θάνατό της… ΄Ετσι βρήκε αυτές τις νεαρές υπάρξεις, τις αγόρασε κι όπως ήταν έμπειρες ερωτικά,τις γέμιζε δώρα για να κρατάνε το στόμα τους κλειστό. Θέλετε τη γνώμη μου; ΄Ετσι καταλάβαινε τη ζωή,κι έτσι ζούσε! Εγώ φυσικά και η Εριφύλλη κρυφογελούσαμε με τα καμώματά του αλλά ως εκεί. Ωστόσο αυτό που εγώ ήθελα απ’το Λάμαχο δεν ήταν να γίνω ερωμένη του! ΄Ηθελα να γίνω μέρος της ζωής ενός ανθρώπου που αναζητούσε με την τέχνη του το άφθαρτο,αυτό που δεν τ’αγγίζει ο χρόνος και οι ανελέητες τροπές του. Κι αν ήταν δυνατό μέσα από τον έρωτα για το αιώνιο και το άφθαρτο να ζούσα την έκφρασή του με τις ανθρώπινες αισθήσεις,που επιχειρούν να περιγράψουν αυτό που ποτέ δεν περιγράφεται.» «Ο θάνατος της Υπατίας δε με γέμισε απλά με θλίψη,αλλά και με την αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς,που έτσι κι αλλιώς τη ζούσα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Και μέσα σ’όλα αυτά είχα ν’αντιμετωπίσω και το θέμα της διαχείρισης της πατρικής περιουσίας,όταν οι συνεργάτες του Σέργιου ήταν «βαρκάρηδες»στο Νείλο κι εγώ απλώς η κόρη του χρηματοδότη τους,που ζητούσα εξασφαλίσω την κληρονομιά μου. Ποιον να εμπιστευτείς και γιατί; Με την Υπατία ήταν αλλιώς. Η σχέση της μ’όλους αυτούς τους αγριάνθρωπους περνούσε μέσα από την καταγωγή της και κυρίως μέσα από τη θέση της σε μια οικογένεια με παράδοση στο ναυτικό εμπόριο. Και τα βράδια να μένω ξάγρυπνη,ψάχνοντας να βρω λύση στ’αδιέξοδά μου. Παρ’όλα αυτά είχα την αίσθηση πως κάποιος με πρόσεχε,χωρίς να μπορώ και να τ’αποδείξω.Δεν ήταν τυχαίο δηλαδή που κάτι«τρόμαξε»τον Ατουμάτ και τον ανάγκασε να πέσει στα πόδια μου για να τον λυπηθώ,που με αδίκησε… Ποιος ο Ατουμάτ,ο βαρκάρης,που όταν με είδε την πρώτη φορά,ορκίστηκε πως δεν ήξερε κανέναν Σέργιο για νά’χει δανειστεί απ’αυτόν… Φεύγοντας μαζί με τα δανεικά που μου έφερε,«επέστρεψε» και τη μούμια μιας μαύρης γάτας,που κάποιοι την άφησαν για να τον προειδοποιήσουν να εκπληρώσει το χρέος του…αλλιώς θ’αντιμετώπιζε την οργή της… Μέχρι τότε δεν είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την «ευπιστία»των ανθρώπων,για πράγματα που από τη φύση τους είναι δυσερμήνευτα ή μάλλον για όλα όσα αδυνατούν να υπακούσουν στην αποδεικτική λογική του νου. Εδώ βέβαια έχουμε να κάνουμε και με το φόβο μπροστά στο άγνωστο ή τουλάχιστον απέναντι σ’αυτό που πλανιέται ως απειλή. Ωστόσο κι εγώ με διαφορετικό όμως τρόπο είχα την ίδια ευπιστία,νομίζοντας πως η αγάπη μου για το Λάμαχο είχε λυτρωτική δύναμη πάνω μου! Ίσως και να είχε όμως,όταν «γέμιζα»με γαλήνη,που αναλογιζόμουνα πως επιτέλους κάποιος άλλος εκείνη ακριβώς τη στιγμή με είχε στο νου του,νοιαζόταν τέλος πάντων για μένα. Και πράγματι ο Λάμαχος με σκεπτόταν,με φρόντιζε με διακριτικότητα,χωρίς ν’αφήνει περιθώρια σε κανέναν ν’αντιληφθεί το μέγεθος της αγάπης του για μένα… Ακόμη και Δωροθέα,η γυναίκα του,ποτέ δε φαντάστηκε ότι στον κόσμο των ονείρων του άντρα της βασίλευε η κόρη της αδελφής της,η Λευκοθέα… Στον κόσμο των ονείρων βασιλεύουν οι πραγματικές μας επιθυμίες κι όχι όσες αντανακλώνται τεθλασμένα στις γωνίες του νου,όταν πάνω τους πέφτει το φως της λογικής! Ποιας λογικής; Μην περιμένετε να καταφύγω σε κάποιον ορισμό δανεισμένο απ’τον Πλωτίνο! Η «λογική»που καταδυναστεύει τις επιθυμίες έχει να κάνει κυρίως με την «ηθική»,τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο επιλέξαμε ή επέλεξαν άλλοι για μας, για να ζούμε. Ο Λάμαχος ήταν ο άντρας της Δωροθέας κι εγώ,που τον αγαπούσα είχα παραβιάσει ολόκληρο το σύστημα της εκλογικευμένης ηθικής, που ρύθμιζε καταθλιπτικά την πρόσκαιρη και σύντομη ζωή μου! Κι όλ’αυτά μέχρι που αποφάσισα να επιλέξω συνειδητά ανάμεσα σ’αυτό που επιθυμούσα και σ’αυτό που μου επέβαλε η καθιερωμένη ηθική της Υπατίας κυρίως, γιατί ο Σέργιος είχε διαλέξει τον τρίτο δρόμο των αισθήσεων! Κι όταν ένα βράδυ ο Λάμαχος ήρθε να με συναντήσει,πιστέψτε με,δεν αναρωτήθηκα αν όλα όσα έζησα μαζί του ήταν μέρος του ονείρου ή η αντανάκλαση της ίδιας της πραγματικότητας στο νου μου,που ήδη είχε πάρει τις αποφάσεις του. Ωστόσο όλ’αυτά δεν ήταν απλά επιλογή ανάμεσα στο λογικό και το ηθικό. Ήταν ένας συνειδητός μονόδρομος ώστε μέσα από την ερωτική ένταση ν’ανακαλύψω το μοναχικό δρόμο του πάθους,που ενώ κορυφώνεται με τη συνουσία ταυτόχρονα οδηγεί στο απόλυτο πένθος με την επιβεβαίωση της μοναξιάς της ύπαρξής μας. Και το πρωί με το φως του ήλιου ο Λάμαχος ήταν και πάλι παρών απών,όπως οι αυτοαναιρούμενες βεβαιότητες του νου μας,από την ίδια τη σχετικότητα των αισθητηριακών μας καταβολών! Κι όσο κράτησε αυτό το παιχνίδι της ένωσης και του χωρισμού ανάμεσα σε δυό ανθρώπους που ήθελαν να ψηλαφίσουν την αλήθεια,ποτέ δεν κάναμε σχέδια για το αύριο,που έτσι κι αλλιώς ήταν αβέβαιο,όπως αβέβαιη ήταν και η ζωή που ζούσαμε στο μισοσκόταδο της καύτρας ενός λύχνου. Κι όταν κάποτε μου ζήτησε να με ζωγραφίσει,στο φως έστω των λυχναριών,αρνήθηκα. Τίποτα πιο εφήμερο από το σώμα,έστω κι αν οι υπηρέτες του Όσιρι θέλουν να πιστεύουν πως με το νάτρο1 θα το σώσουν στους αιώνες. Τίποτα και κανένας δε θα φυλακίσει την ψυχή μου,που θέλει να πετάξει ελεύθερη απ’όλα όσα με βαραίνουν και δε μ’αφήνουν να δω ολοκάθαρα αυτά που πραγματικά υπάρχουν κι όχι τα θολά είδωλά τους. Ωστόσο το Λάμαχο τον αγάπησα και γι’αυτόν «διέσωσα»τη μνήμη μου.Και για έναν άλλο λόγο,πολύ βασικό:Για να θυμάται πως τον εμπιστεύτηκα όσο ζούσα και του έδωσα όλα όσα μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος σ’έναν άλλο,την ψευδαίσθηση δηλαδή πως δεν είναι μόνος σ’αυτό το ταξίδι,που έχει αβέβαιο προορισμό… Είχα όμως την τύχη να τον συναντήσω κι αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο απ’όλα, όταν γνωρίζεις πως έτσι κι αλλιώς πρέπει να συμβιβαστείς με την ιδέα της υπαρξιακής μοναξιάς σου! Και το μόνο που σου απομένει είναι να ελπίζεις πως θα βρεθεί κάποιος να σταθεί δίπλα σου και να σε στηρίξει σ’αυτή τη μοναχική πορεία ,ώσπου να’ρθει η ώρα της λύτρωσης και της ένωσης με το Νου,από τον οποίο ξεπήδησε η ψυχή σου!» 1.Νάτρο,αλάτι από τις όχθες του Νείλου,που το χρησιμοποιήσουν οι ταριχευτές για να αφυδατώνουν το πτώμα,πριν την ταρίχευση. Όπως και να το κάνουμε όμως,μπορεί να μη φοβάμαι το χωρισμό της ψυχής από το σώμα,ωστόσο δεν παύω ν’ αγωνιώ για την ίδια τη διαδικασία,που θα με λυτρώσει απ’αυτό για πάντα και θα επιτρέψει στην ψυχή να επιστρέψει στο Νου! Τα σημάδια του κληρονομικού θανάτου φάνηκαν κι όλας στο σώμα για να μού υπενθυμίσουν πως άρχισε το μεγάλο ταξίδι της φυγής. Εγώ λοιπόν η Λευκοθέα,η κόρη του Σέργιου και της Υπατίας,έχοντας ακόμη τις δυνάμεις που επιτρέπουν στο νου να κάνει συνειρμούς, αρνήθηκα να δεχτώ όλα όσα «ξορκίζουν»αναίτια το θάνατο και παραδίδουν το φθαρτό σώμα στον Άνουβι,με την ελπίδα πως θα του χαρίσει αιώνια ζωή στη χώρα των νεκρών! Γι’αυτό κι αρνήθηκα στο Λάμαχο να με «απεκονίσει»,όσο κι αν το επιθυμούσε,όσο κι αν έκλαψε σαν μικρό παιδί στα γόνατά μου,λέγοντάς μου πως δεν θα είχε πια νόημα η ζωή του χωρίς να με «βλέπει»! Η ζωή έχει πάντα νόημα γιατί είναι απρόβλεπτη,ευμετάβολη κι αβέβαιη για τους θνητούς,γιατί είναι πρόσκαιρη και μοιάζει μ’εκείνο το ταξίδι της επιστροφής που λαχταρούσε πάντα να κάνει ο αγαπημένος μου ο Λάμαχος πίσω στις Συρρακούσες. Κι ήθελε μ’όλη τη δύναμη της ψυχής του να επιστρέψει στον τόπο του,αν κι ήξερε πως θά’ταν στο έλεος του Ποσειδώνα σε κάθε στιγμή αυτού του ταξιδιού. Ωστόσο εγώ το μόνο ταξίδι που λαχτάρησα να ξανακάνω και θλίβομαι που θα’ναι και το τελευταίο, είναι στον κόσμο των ψευδαισθήσεων,που μου χάριζε η ανάσα του Λάμαχου κι αυτή θέλω να πάρω μαζί μου,καθώς δε σκοπεύω να περιμένω να στραγγίσει το αίμα απ’το σώμα ώσπου να πετάξει λεύτερα η ψυχή και να ενωθεί με τον αιώνιο Νου! Έτσι τουλάχιστον ήθελα να «φύγω»κι έτσι πιστεύω πως«έφυγα» τελικά απ’αυτό το σύντομο ταξίδι της ζωής,στάζοντας στα χείλη δυό σταγόνες απ’αυτές που η έχιδνα φυλάει για τα θύματά της. *** Αυτή λοιπόν ήταν η «μνήμη»της Λευκοθέας κι αν κάποτε στο πέρασμα του χρόνου κάποιος συμβεί να τη «διαβάσει»,να θυμάται πως αυτό που τελικά είχε αξία στη σύντομη ζωή της ήταν η τύχη νά’χει μια δεύτερη ανάσα να τη συντροφεύει στη δοκιμασία της απαλλαγής από το σώμα καθώς έσβηνε αργά-αργά ώσπου τα μάτια να βυθιστούν στο αιώνιο σκοτάδι και η ψυχή να ενωθεί με τον κυρίαρχο Νου!»